- δυσενδοκρινία
- ηδιαταραχή τής λειτουργίας τών ενδοκρινών αδένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυδυσενδοκρινία — η, Ν ιατρ. ταυτόχρονη διαταραχή τής λειτουργίας πολλών ενδοκρινών αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δυσενδοκρινία] … Dictionary of Greek